Κυριακή 28 Μαρτίου 2010
Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009
Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008
Μια κάρτα, και τη σκιάχτηκες;
Αχ, Φουκαρά ξιπάστηκες
που νόμισες μ'αφέλεια
πως στο νησί σου έγινε
του κόσμου η συντέλεια!
Μια κάρτα, και τη σκιάχτηκες;
Έλα μαθές στο Τζάντε
στο δρόμο να κυκλοφορείς
να σου φωνάζουν "Άντεεεε!"
Κορναρισίες, βρισίματα
που νόμισες μ'αφέλεια
πως στο νησί σου έγινε
του κόσμου η συντέλεια!
Μια κάρτα, και τη σκιάχτηκες;
Έλα μαθές στο Τζάντε
στο δρόμο να κυκλοφορείς
να σου φωνάζουν "Άντεεεε!"
Κορναρισίες, βρισίματα
διπλό το πάρκιν πάντα
στο δρόμο τα "σαλπίσματα"λες
και περνάει η Μπάντα...
Δωπέρα γίνεται χαμός
που όμοιος δεν ειν'άλλος
τσι κάρτες καταργήσαμε
και γίνετ' ένας σάλος.
Εσείς, εις την Κεφαλλονιά
είσαστε χωριουδάκι
για έλα ρίξε μια ματιά
στ' "ωραίο" Τζαντεράκι!!
Το χώμα της Κεφαλλονιάς
θερμά θα το φιλήσεις
μια γεύση από Ζάκυνθο
μόλις θα αποκτήσεις...
Αναρτήθηκε στο Atsarantos.blogspot με αφορμή το άρθρο "Πως τίμησαν οι Κεφαλλονίτες την Ευρωπαϊκή ημέρα χωρίς αυτοκίνητο. "
Τρίτη 24 Ιουνίου 2008
Η κατάρα τση Ρούγας.
«Γιάννη, γιατί έσκαψες τη Ρούγα;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.
Σπάει η πέτρα, το πλακάκι,
βγάνει μπουχό.
Να ’βρισκε ο κόσμος ησυχία,
απ’τον αχό!
Μες το λιοπύρι, μες στο δρόμο
λούμπες πολλές
Ξαπλώθη κόσμος και κοσμάκης,
ζημιές τρελές.
Γέροντας παίρνει το μπαστούνι
και περπατεί!
«Δεν θε να φτάσω», λέει ο Γέρος,
«γιατί, γιατί;»
«Γέρο, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Ως τα ΚΑΠΗ»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Τι σ’έχει βρει;»
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Όλο σκοντάφτω κι όλο πέφτω,
γι' αυτό είμαι δω».
Πότε ξεκίνησα; Είναι ώρες...
για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».
«Πού WCδάκι, λιγάκι νάμπεις,
ν’αλαφρωθείς;».
Γυρίζει ο γέροντας για να κοιτάξει
και πέφτει ευθύς.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
χάλια η οδός,
Στον ίδιο τόπο ζει κι ο Γιάννης,
μα είναι «κουφός»...
Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
πλημμύρα ευθύς!
Χτυπιέται ο κόσμος με τσι λάσπες,
με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έκαμες τη Ρούγα,
μήτε φρικιό,
που’χε ο κόσμος και περνούσε
τόσο καιρό;»
Η ρούγα μίλαε στην καρδιά μας
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τώρα έγινε μπουκούνια
απ’τους τροχούς.
Την έσκαψαν και τηνε κόψαν
πολλές φορές
μα όψη ωραία δεν της δώσαν
ποτές, ποτές.
Ωραία ήτανε ωστόσο,
ως τη χρονιά,
που την κατάντησες γελοία,
όλο ρουνιά!»
Ο Γέροντας πάει ακόμα,
παραπατεί,
βλέπει στο πλάι την «τσουλήθρα»
κι αναρριγεί.
"Η Γριά μου θα με περιμένει
κι έχει φαΐ...
Κι είχα κι ουζάκι... Τι ώρα νάναι
Πού’χω χαθεί;»
"Ξεκίνησα εφτά η ώρα
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε μεσημέρι
μεσοστρατίς".
Πάλι αυτοκίνητο σβιντάδο!
"Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, βοήθα με τη ρούγα,
που’ναι γκρεμός".
"Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Μα κιντυνεύω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»
Θυμάται κάποτε τη Ρούγα,
βογκάει βαριά.
Κοντά του τρέχει μηχανάκι,
πολύ κοντά.
Εκεί τριγύρω ούτε Τροχαία,
φωνή καμιά.
Στο τέλος έφτασε το βράδυ,
μες τις εννιά. -
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.
Σπάει η πέτρα, το πλακάκι,
βγάνει μπουχό.
Να ’βρισκε ο κόσμος ησυχία,
απ’τον αχό!
Μες το λιοπύρι, μες στο δρόμο
λούμπες πολλές
Ξαπλώθη κόσμος και κοσμάκης,
ζημιές τρελές.
Γέροντας παίρνει το μπαστούνι
και περπατεί!
«Δεν θε να φτάσω», λέει ο Γέρος,
«γιατί, γιατί;»
«Γέρο, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Ως τα ΚΑΠΗ»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Τι σ’έχει βρει;»
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Όλο σκοντάφτω κι όλο πέφτω,
γι' αυτό είμαι δω».
Πότε ξεκίνησα; Είναι ώρες...
για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».
«Πού WCδάκι, λιγάκι νάμπεις,
ν’αλαφρωθείς;».
Γυρίζει ο γέροντας για να κοιτάξει
και πέφτει ευθύς.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
χάλια η οδός,
Στον ίδιο τόπο ζει κι ο Γιάννης,
μα είναι «κουφός»...
Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
πλημμύρα ευθύς!
Χτυπιέται ο κόσμος με τσι λάσπες,
με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έκαμες τη Ρούγα,
μήτε φρικιό,
που’χε ο κόσμος και περνούσε
τόσο καιρό;»
Η ρούγα μίλαε στην καρδιά μας
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τώρα έγινε μπουκούνια
απ’τους τροχούς.
Την έσκαψαν και τηνε κόψαν
πολλές φορές
μα όψη ωραία δεν της δώσαν
ποτές, ποτές.
Ωραία ήτανε ωστόσο,
ως τη χρονιά,
που την κατάντησες γελοία,
όλο ρουνιά!»
Ο Γέροντας πάει ακόμα,
παραπατεί,
βλέπει στο πλάι την «τσουλήθρα»
κι αναρριγεί.
"Η Γριά μου θα με περιμένει
κι έχει φαΐ...
Κι είχα κι ουζάκι... Τι ώρα νάναι
Πού’χω χαθεί;»
"Ξεκίνησα εφτά η ώρα
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε μεσημέρι
μεσοστρατίς".
Πάλι αυτοκίνητο σβιντάδο!
"Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, βοήθα με τη ρούγα,
που’ναι γκρεμός".
"Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Μα κιντυνεύω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»
Θυμάται κάποτε τη Ρούγα,
βογκάει βαριά.
Κοντά του τρέχει μηχανάκι,
πολύ κοντά.
Εκεί τριγύρω ούτε Τροχαία,
φωνή καμιά.
Στο τέλος έφτασε το βράδυ,
μες τις εννιά. -
Μ'όλο το σεβασμό στον Ζαχαρία Παπαντωνίου...
Σάββατο 17 Μαΐου 2008
Ο ιππότης του εξυβρισμένου και περιφρονημένου ποπολάρου.
Λοιπόν, δεν το περίμενα
να γίνει τέτοιο πράμα,
και τόσα κακώς κείμενα
να ζήσουμε αντάμα.
Ούλα καλά πηγαίνανε
μέχρι την ώρα εκείνη
προσκύνημα στον Άγιο μας
που'πε πως δε θα γίνει.
Μα τέτοια περιφρόνηση;
Πόση πρεπαρατσιόνε!
Κι εκείνη δίχως φρόνηση
μιλεί του χελωνόνε!
Τη χείρα του Δεσπότη μας
δεν πήγε να φιλήσει
παρ'ασεβώς προτίμησε
χελώνες να βαφτίσει!
Βαριά που είν'η προσβολή!
Και πόσο μας πονάει!
Σκέψου, δεν ήθελ' η τρελλή
στον Άγιο μας να πάει!
Είναι λοιπόν ευτύχημα
που ενός Τζαντιώτη η πένα
με ένα δημοσίευμα
τα λέει κατακαημένα!
Τα πράματα στη θέση τους
ανέλαβε να βάλει,
από τσου Μεγαλειώτατους
κανείς μη μας προσβάλλει!
Και τάγραψ' ούλα ευθαρσώς
με τέτοι' ανιδιοτέλεια
που είπαμ' ούλοι "Αμέ πώς!
Έχει κι η πένα εμβέλεια!"
Και όχι μόνο έκαμε
τη Σόφι μας βαπόρι,
αλλά και μεις εμάθαμε
τη λέξη "απριόρι"!
Σας λέω, ανασάναμε
που μπήκε κάποια τάξη
και τση Σοφίας τσι ντροπές
βρέθηκε να τσι κράξει!
Για δε μπορεί ο Δέσποτας
να κάνει υποχωρήσεις
και κείνη κει για τίποτας
να φέρνει αντιρρήσεις.
Μα τώρα που τα μάθαμε,
μας άνοιξαν τα μάτια,
και όλοι αναφωνήσαμε
"να πάει στα κομμάτια!"
Με τα αδιαπραγμάτευτα,
τα όσια, τα ιερά μας,
τα πάθη μας τ'αγιάτρευτα,
δεν παίζουνε, Κυρά μας!
Τσι παρεδόσες του νησιού
το κάθε μας καμάρι
φυλούν τα όπλα του φτωχού:
Χαρτί και Καλαμάρι.
Και να το ξέρεις, Σόφι μας,
σα θέλεις να ξανάρθεις,
πως πρώτα στο Δεσπότη μας
κερί θα πας ν'ανάψεις!
Να αισθανθούμε και εμείς
λίγο δικαιωμένοι
και όχι μήτε αδαείς
στον τόπο μας χαμένοι.
Και οποιανού καθυβριστή
μας απειλούν οι μπότες,
θα μας εσώνουν απνευστί
τση πένας οι ιππότες!
Μπορούμε νά'μαστε κι εμείς
στον τόπο μας μακάριοι,
όσο υπάρχει Γιαραμπής
κι αγνοί ΣφουγγοΚωλάριοι!!
να γίνει τέτοιο πράμα,
και τόσα κακώς κείμενα
να ζήσουμε αντάμα.
Ούλα καλά πηγαίνανε
μέχρι την ώρα εκείνη
προσκύνημα στον Άγιο μας
που'πε πως δε θα γίνει.
Μα τέτοια περιφρόνηση;
Πόση πρεπαρατσιόνε!
Κι εκείνη δίχως φρόνηση
μιλεί του χελωνόνε!
Τη χείρα του Δεσπότη μας
δεν πήγε να φιλήσει
παρ'ασεβώς προτίμησε
χελώνες να βαφτίσει!
Βαριά που είν'η προσβολή!
Και πόσο μας πονάει!
Σκέψου, δεν ήθελ' η τρελλή
στον Άγιο μας να πάει!
Είναι λοιπόν ευτύχημα
που ενός Τζαντιώτη η πένα
με ένα δημοσίευμα
τα λέει κατακαημένα!
Τα πράματα στη θέση τους
ανέλαβε να βάλει,
από τσου Μεγαλειώτατους
κανείς μη μας προσβάλλει!
Και τάγραψ' ούλα ευθαρσώς
με τέτοι' ανιδιοτέλεια
που είπαμ' ούλοι "Αμέ πώς!
Έχει κι η πένα εμβέλεια!"
Και όχι μόνο έκαμε
τη Σόφι μας βαπόρι,
αλλά και μεις εμάθαμε
τη λέξη "απριόρι"!
Σας λέω, ανασάναμε
που μπήκε κάποια τάξη
και τση Σοφίας τσι ντροπές
βρέθηκε να τσι κράξει!
Για δε μπορεί ο Δέσποτας
να κάνει υποχωρήσεις
και κείνη κει για τίποτας
να φέρνει αντιρρήσεις.
Μα τώρα που τα μάθαμε,
μας άνοιξαν τα μάτια,
και όλοι αναφωνήσαμε
"να πάει στα κομμάτια!"
Με τα αδιαπραγμάτευτα,
τα όσια, τα ιερά μας,
τα πάθη μας τ'αγιάτρευτα,
δεν παίζουνε, Κυρά μας!
Τσι παρεδόσες του νησιού
το κάθε μας καμάρι
φυλούν τα όπλα του φτωχού:
Χαρτί και Καλαμάρι.
Και να το ξέρεις, Σόφι μας,
σα θέλεις να ξανάρθεις,
πως πρώτα στο Δεσπότη μας
κερί θα πας ν'ανάψεις!
Να αισθανθούμε και εμείς
λίγο δικαιωμένοι
και όχι μήτε αδαείς
στον τόπο μας χαμένοι.
Και οποιανού καθυβριστή
μας απειλούν οι μπότες,
θα μας εσώνουν απνευστί
τση πένας οι ιππότες!
Μπορούμε νά'μαστε κι εμείς
στον τόπο μας μακάριοι,
όσο υπάρχει Γιαραμπής
κι αγνοί ΣφουγγοΚωλάριοι!!
Παρασκευή 16 Μαΐου 2008
Ελέω βασίλισσας Σοφίας.
Και λένε ύστερα πολλοί,
"κακή η Βασιλεία..."
Δε βλέπετε, Ζακυθινοί,
την τόση ευεργεσία;
Σκουπίδια μαζωχτήκανε,
λουλούδια ανθοβολούνε,
μέχρι χελώνες βγήκανε,
σεμνά να βαφτιστούνε!
Οι δρόμοι εσιαχτήκανε,
τρέχουν κι οι Αιρετοί μας(!)
ως κι ο Ποιμήν μας λάκησε,
βρήκαμε την καλή μας!
Κάτσε βασίλισσα εδώ,
θα σού'χουμε μπαγόρδα!
Και βετζετέριαν φαγητό
να μη σε κόβει λόρδα!
"κακή η Βασιλεία..."
Δε βλέπετε, Ζακυθινοί,
την τόση ευεργεσία;
Σκουπίδια μαζωχτήκανε,
λουλούδια ανθοβολούνε,
μέχρι χελώνες βγήκανε,
σεμνά να βαφτιστούνε!
Οι δρόμοι εσιαχτήκανε,
τρέχουν κι οι Αιρετοί μας(!)
ως κι ο Ποιμήν μας λάκησε,
βρήκαμε την καλή μας!
Κάτσε βασίλισσα εδώ,
θα σού'χουμε μπαγόρδα!
Και βετζετέριαν φαγητό
να μη σε κόβει λόρδα!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)